- χρησμηγόρος
- χρησμηγόροςuttering oraclesmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χρησμηγόρος — ον, Α αυτός που απαγγέλλει χρησμούς, μάντης, προφήτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + ηγόρος (< ἀγορά), πρβλ. δημ ηγόρος, ἐτυμ ηγόρος. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
χρησμηγόρον — χρησμηγόρος uttering oracles masc/fem acc sg χρησμηγόρος uttering oracles neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμηγορώ — έω, Α [χρησμηγόρος] απαγγέλω χρησμούς, είμαι χρησμηγόρος* … Dictionary of Greek
χρησμήτωρ — ορος, ὁ, Α χρησμηγόρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *χρησμῶ + κατάλ. τωρ (πρβλ. ἡγή τωρ)] … Dictionary of Greek